αἰωνοτόκος

αἰωνοτόκος
αἰωνο-τόκος, die Ewigkeit erzeugend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιωνοτόκος — αἰωνοτόκος, ον (Μ) αυτός που γεννά τους αιώνες, την αιωνιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + τόκος < τίκτω) …   Dictionary of Greek

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”